- τρίγλωσσος
- ος, ο[ν]1) с тремя язычками; 2) написанный на трёх языках; 3) знающий три языка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρίγλωσσος — η, ο 1. αυτός που έχει τρεις γλώσσες ή τρεις προεξοχές σαν γλώσσες: Τρίγλωσσος δράκοντας. 2. αυτός που είναι γραμμένος σε τρεις γλώσσες: Τρίγλωσση επιγραφή. 3. αυτός που γνωρίζει τρεις γλώσσες: Είναι τρίγλωσσος διερμηνέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίγλωσσος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τρεις γλωσσοειδείς προεξοχές 2. αυτός που γνωρίζει τρεις γλώσσες 3. ο γραμμένος σε τρεις γλώσσες («τρίγλωσσο λεξικό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. πεντά γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Γ … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek